- αλλόφωνος
- -η, -οαλλόγλωσσος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀλλόφωνος — speaking a foreign tongue masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόφωνος — η, ο (Α ἀλλόφωνος, ον) αυτός που μιλάει άλλη ξένη γλώσσα, ο αλλόγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + φωνος < φωνή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοφωνία μσν. ἀλλοφωνώ] … Dictionary of Greek
ἀλλοφώνοις — ἀλλόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοφώνου — ἀλλόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοφώνους — ἀλλόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοφώνων — ἀλλόφωνος speaking a foreign tongue masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… … Dictionary of Greek
αλλοφωνία — ἀλλοφωνία, η (Α) [ἀλλόφωνος] το να μιλούν άλλος άλλη γλώσσα, σύγχυση γλωσσών … Dictionary of Greek
αλλοφωνώ — ἀλλοφωνῶ ( έω) (Μ) [ἀλλόφωνος] μιλώ ξένη γλώσσα, είμαι αλλόγλωσσος … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek